Λαφρίου

Λαφρίου
Λάφριος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Λάφριον — Λάφριον, τὸ (Α) [Λαφρία] ιερό τού Λαφρίου Απόλλωνος και τής Λαφρίας Αρτέμιδος στην Καλυδώνα τής Αιτωλίας …   Dictionary of Greek

  • Λαφριαίος — Λαφριαῑος, ὁ (Α) ονομασία τού τέταρτου μήνα τού αρχαίου αιτωλικού μηνολογίου, ο οποίος αντιστοιχεί στους σημερινούς Δεκέμβριο Ιανουάριο και ονομάστηκε έτσι από τη λατρεία τού Απόλλωνος Λαφρίου και τής Αρτέμιδος Λαφρίας, αλλ. Δῑος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • Καλυδώνα — Ακατοίκητη νησίδα στο Κρητικό πέλαγος. Βρίσκεται κοντά στη βόρεια ακτή της ανατολικής Κρήτης, στη δυτική πλευρά του κόλπου Μιραμπέλλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Νικολάου του νομού Λασιθίου. Η παλαιότερη ονομασία της ήταν Σπιναλόγκα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”